lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα γερμανικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
billigen, loben, verherrlichen, anerkennen, befinden, bekräftigen, bestätigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα γερμανικά, billigen στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα γερμανικά