πυρετώδης στα αγγλικά πυρετώδης στα τσεχική πυρετώδης στα δανική πυρετώδης στα ισπανικά πυρετώδης στα γαλλικά πυρετώδης στα ιταλικά πυρετώδης στα νορβηγικά πυρετώδης στα ρωσικά πυρετώδης στα σουηδικά πυρετώδης στα λευκορωσίας πυρετώδης στα ουγγρική πυρετώδης στα πορτογαλικά πυρετώδης στα πολωνική
τμήμα στα λιθουανική πολίτευμα στα τσεχική καταδικάζω στα γερμανικά πρήζω στα δανική άμορφος στα σουηδικά
πολίτευμα σπάρτης πρήζω english καταδικάζω συνώνυμο τμήμα περιβάλλοντος