lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στεγάζω στα γερμανικά

Λέξη:
στεγάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
festlegen, unterbringen, einquartieren, einzuquartieren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά στεγάζω, στεγάζω συνώνυμο, στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω στα γερμανικά, festlegen στα ελληνικά
στεγάζω στα γερμανικά