lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπολογίζω στα γερμανικά

Λέξη:
υπολογίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
anschlagen, ausgerechnet, ausrechnen, berechnen, besteuern, bewerten, einschätzen, errechnen, gerechnet, kalkuliere, kalkulieren, rechnen, schätzen, veranschlagen, werten, zählen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υπολογίζω, υπολογίζω τις γόνιμες μέρες, υπολογίζω τα ρέστα β δημοτικού, υπολογίζω τα ρέστα, υπολογίζω συνώνυμα, υπολογίζω περιμέτρους και εμβαδά, υπολογίζω στα γερμανικά, anschlagen στα ελληνικά
υπολογίζω στα γερμανικά