lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα γερμανικά

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
einkerkern, einsperren, festnehmen, festsetzen, verhaften
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα γερμανικά, einkerkern στα ελληνικά
φυλακίζω στα γερμανικά