lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γκρινιάρης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bad-tempered, caviller, cross-grained, curmudgeon, grouch, grumbler, grumpy, morose, querulous
γκρινιάρης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bručoun, hádavý, mrzout, mrzutý, nerudný, nevrlý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brummbär, brummig, griesgram, mürrisch, nörgler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sær
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acedo, gruñón, regañón, rezongón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bougon, bourru, chignard, criailleur, criard, critiqueur, frondeur, grinche, grincheux, grognard, grogneur, grognon, grondeur, misanthrope, rechigner, ronchonneur, épilogueur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbronciato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grinebiter, sær
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брюзга, брюзгливый, ворчлив, ворчливый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sär
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бурклівы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jörö
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nevrlý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кислуватий, сварливий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gderliwy, zrzęda, zrzędny

Σχετικές λέξεις

γκρινιάρης επιτραπέζιο, γκρινιάρης στρουμφάκια, γκρινιάρης επιτραπέζιο στα αγγλικά, γκρινιάρης στα αγγλικά, γκρινιάρης νάνος, γκρινιάρης ρόδος, γκρινιάρης game, γκρινιάρης παιχνίδι online, γκρινιάρης online, γκρινιάρης συνώνυμο