γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, δε γονατίζω
ανακοινώνω φαρμακοποιός μπλούζα οξύ καπνίζω ποδιά κόλλα συντροφιά αποζημίωση έλεγχος ελπίδα φύση σίγουρος καίω πρωί βοριάς ικανοποιώ ραντεβού εύθυμος τσάντα