lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γονατίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genuflect, kneel
γονατίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kleknout, pokleknout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knien, niederknien
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
knevle, knæle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrodillarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agenouiller
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inginocchiarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knele
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knäböja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
polvistua
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
térdelni
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kľačať
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
klęczeć, klękać, uklęknąć

Σχετικές λέξεις

γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, δε γονατίζω