lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: γράφω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discharge, inscribe, miswrite, pen, spell, write
γράφω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nadepsat, napsat, psát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abfassen, aufschreiben, aufsetzen, ausschreiben, einschreiben, geschrieben, schreiben, verfassen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ekstemporere, forfatte, skrive
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrar, escribir, redactar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
formuler, juter, rédiger, taper, transcrire, écrire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scrivere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avfatta, dikte, ekstemporere, forfatte, skriva, skrive
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выписывать, написать, перепечатывать, писать, сочинять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avfatta, författa, skriva
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkruaj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вымалёўваць, выпісваць, маляваць, надрукаваць, намаляваць, напісаць, писаць, пісаць, чытаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kirjutama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjoittaa, laatia
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felírni, leírni, megírni, ír, írni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rašyti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compor, compro, escrever, pintar, redactor, retratar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
pisati
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
písať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виграш, виписувати, зобразіть, компонувати, написати, напишіть, перо, писати, пишучи, ручка, складати, скласти, скомпонувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
napisać, pisać, wypisywać

Σχετικές λέξεις

γράφω και δρω, γράφω συνώνυμα, γράφω ένα άρθρο, γράφω παραμύθι, γράφω σ’ αγαπώ στις στάλες της βροχής κι ελπίζω να βραχείς κι απάνω σου να μείνει, γράφω γράμμα, γράφω κλίση, γράφω για αυτούς (συμμ. ρήγας), γράφω και μετρώ, γράφω απλά - διαβάζω εύκολα