lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άνω στα δανική

Λέξη:
άνω (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
ekstra, frem for, oven, ovenfor, ovenpå, over, på, udover, ved, vid, øver
Σχετικές λέξεις:
δανική άνω, άνω τρίκαλα κορινθίας, άνω τελεία στον υπολογιστή, άνω τελεία στο word 2007, άνω τελεία μποφιλιου, άνω τελεία, άνω στα δανική, ekstra στα ελληνικά
άνω στα δανική