lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδέχομαι στα δανική

Λέξη:
αποδέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
adoptere, antage, antal, beære, få, godtage, godte, lempe, modtage, overens, respekt, samtykke, tage, tilstå, ære
Σχετικές λέξεις:
δανική αποδέχομαι, αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμο, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι στα δανική, adoptere στα ελληνικά
αποδέχομαι στα δανική