lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτελώ στα δανική

Λέξη:
αποτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
danne, digte, form, forme, frembringe, gestalt, komponere, konstruere, lage, nominere, nummer, producere, stifte, uddanne
Σχετικές λέξεις:
δανική αποτελώ, αποτελώ στα αγγλικά, αποτελεί συνώνυμα, αποτελώ στα δανική, danne στα ελληνικά
αποτελώ στα δανική