lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα δανική

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
brumme, grine, klinge, knurre, male, mumle, nynne, ringe, single, skramle, summe, surre, svirre
Σχετικές λέξεις:
δανική βουίζω, βουίζω στα δανική, brumme στα ελληνικά
βουίζω στα δανική