lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γονατίζω στα δανική

Λέξη:
γονατίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
knæle, knevle
Σχετικές λέξεις:
δανική γονατίζω, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω στα δανική, knæle στα ελληνικά
γονατίζω στα δανική