lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα δανική

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
arbejde, bestille, frembringe, fremstille, fungere, gøre, lage, lave, tjene, virke
Σχετικές λέξεις:
δανική δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα δανική, arbejde στα ελληνικά
δουλεύω στα δανική