lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργάτης στα δανική

Λέξη:
εργάτης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
arbejder, kontorist, dreng
Σχετικές λέξεις:
δανική εργάτης, εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης χειρός, εργάτης χειροκίνητος, εργάτης τρέιλερ, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης στα δανική, arbejder στα ελληνικά
εργάτης στα δανική