lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θέση στα δανική

Λέξη:
θέση (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (20):
arbejd, arbejde, beliggenhed, bestilling, embede, holdning, job, opgave, plads, post, prik, punkt, rang, rom, standpunkt, station, sted, stilling, tilstand, tjeneste
Σχετικές λέξεις:
δανική θέση, θέση σελήνης, θέση πλοίων, θέση κύριλλος 19300 ασπρόπυργος, θέση ιχθυολόγου, θέση εργασίας, θέση στα δανική, arbejd στα ελληνικά
θέση στα δανική