lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λάφυρα στα δανική

Λέξη:
λάφυρα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
beslaglæggelse, byte, bytte, fangst, rov
Σχετικές λέξεις:
δανική λάφυρα, λάφυρα τι είναι, λάφυρα της νύχτας, λάφυρα πολέμου, λάφυρα ορισμός, λάφυρα μελίνα κανά, λάφυρα στα δανική, beslaglæggelse στα ελληνικά
λάφυρα στα δανική