lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγεθύνω στα δανική

Λέξη:
μεγεθύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
forstørre, øge, øgning, stige, tiltage, vokse
Σχετικές λέξεις:
δανική μεγεθύνω, μεγεθύνω μεγεθύνω, μεγεθύνω english, μεγεθύνω - μικραίνω σχήματα, μεγεθυνω ή μεγενθυνω, μεγεθύνω στα δανική, forstørre στα ελληνικά
μεγεθύνω στα δανική