lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπορώ στα δανική

Λέξη:
μπορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
formå, kunne, orke, klare, overkomme
Σχετικές λέξεις:
δανική μπορώ, μπορώ σκαι, μπορώ πια και μονος να ζω, μπορώ πειραιώς, μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο, μπορώ να επεκτείνω το χώρο στο usb stick μου, μπορώ στα δανική, formå στα ελληνικά
μπορώ στα δανική