lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πονηρός στα δανική

Λέξη:
πονηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (20):
advokatorisk, dreven, dygtig, ekspert, fiffig, flink, ful, gløgg, klok, list, listig, lumsk, lur, slug, smart, smidig, snedig, snu, sveg, underfundig
Σχετικές λέξεις:
δανική πονηρός, πονηρός συνώνυμα, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης 1966, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός ο βλάχος, πονηρός στα δανική, advokatorisk στα ελληνικά
πονηρός στα δανική