lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σακάκι στα δανική

Λέξη:
σακάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
bluse, frakke, jakke, jumper, kappe, kippa, marin, marine, omslag, rock, trøje
Σχετικές λέξεις:
δανική σακάκι, σακάκι στα αγγλικά, σακάκι σανέλ, σακάκι ονειροκρίτης, σακάκι οικονόμου, σακάκι μπλέιζερ γυναικειο, σακάκι στα δανική, bluse στα ελληνικά
σακάκι στα δανική