lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάβαση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crossing, crossroad, crossroads, intersection, junction, merry-go-round, miscegenation
διάβαση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
křižovatka, křižování, křížení, průnik, přetínání, přípojka, rozcestí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kreuzung, straßenkreuzung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
krydsning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruce, encrucijada, intersección
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carrefour, croisement, croisure, embranchement, intersection
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crociata, crocicchio, incrocio, intersezione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gatekryss, korsvei, krysning, kryss, veikryss
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекресток, перекрещение, перекрёсток, скрещение, экер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gatukorsning, vägkorsning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leikkaus, risteys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
križanje, raskršće
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
keresztezés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crude
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
intersecţie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
križišče
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетин, перетинання, перехрестя, перехід, сполучення, схрещування
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
skrzyżowanie

Σχετικές λέξεις

διάβαση πεζών, διάβαση θεσσαλονίκη, διάβαση πελεκάνος, διάβαση αφροδίτησ, διάβαση τησ αφροδίτησ, διάβαση εντέρου, διάβαση λεπτού εντέρου, διάβαση του ρουβίκωνα, διάβαση κεθεα, διάβαση της ερυθράς θάλασσας