lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάλυμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dilution, dissolution, solution, tincture
διάλυμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nevázanost, rozhodnutí, rozklad, rozluštění, rozpouštění, rozpuštění, roztok, rozřešení, zrušení, řešení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auflösung, lösen, lösung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lag, løsning, tinktur
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disociación, disolución, solución
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
colloïde, dilution, dissolution, délayage, eau, fluidification, licenciement, liqueur, lâchage, renvoi, résolution, solution, soluté, tomber
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dissoluzione, scioglimento, soluzione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lag, løsning, oppløsning, tinktur
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
настойка, распускание, раствор, растворение, роспуск
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lag, lösning, solution, tinktur, upplösning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hajoaminen, ratkaisu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rješenje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
feloldás, feloszlatás, megfejtés, oldat, oldás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dissociarias, solução
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
riešenie
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozpuszczenie, roztwór

Σχετικές λέξεις

διάλυμα πρόπολης, διάλυμα agno3, διάλυμα minoxidil, διάλυμα φαινολοφθαλεΐνης, διάλυμα εργασίασ, διάλυμα υπεροξειδίου του υδρογόνου, διάλυμα χλωρεξιδίνης, διάλυμα lugol, διάλυμα ηλεκτρολυτών, διάλυμα βορικού οξέος