lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάσταση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dimension, extent, magnitude, measurement, size
διάσταση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dimenze, důležitost, formát, míra, měření, objem, rozměr, rozsah, velikost, veličina, vzrůst, význam, číslo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdehnung, ausmaß, bemessung, dimension, größe, länge, maß, messen, messung, umfang, veranlagung, weite
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dimension, forholdsregel, format, mål, måling, omfang, størrelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dimensión, extensión, grandeza, grandor, medición, medida, talla, tamaño
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calibre, dimension, format, gabarit, grandeur, importance, mesure, pointure, retaille, taille, vindicte, volume
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ampiezza, dimensione, grandezza, grossezza, misura, mole, taglia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dimensjon, forholdsregel, format, mål, måling, omfang, størrelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
величие, величина, измерение, размер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mål, mått, omfång, storlek, störtelse
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
madhësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измерване, измерение, размер
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
велічыня, памер, размер
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mõõtmine, suurus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koko, laajuus, mitta, suuruus, ulottuvuus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veličina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dimenzió, formátum, méret, mérték, nagyság
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dydis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ampliado, amplidão, amplitude, calibre, dimensão, extensão, grandeza, medida, medição, tamanho
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біг, бігати, бігти, біжать, величина, виконаний, виконати, градація, діяти, калібр, кегля, керувати, луска, лущити, лущитися, масштаб, метр, обертатися, обсяг, оподаткування, пересуватися, плинути, побігти, працювати, пробігати, піднятися, підніматися, рейс, ритм, розмір, ступінь, текти, тираж, тягнутися, тікати, формат, функціонувати, ходити, цикл, шкала
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozmiar, wymiar

Σχετικές λέξεις

διάσταση συνώνυμο, διάσταση α5, διάσταση β5, διάσταση συνώνυμα, διάσταση α2, διάσταση ηβικής σύμφυσης, διάσταση συζύγων, διάσταση α0, διάσταση α1, διάσταση α7