lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαβάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peruse, read
διαβάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odečítat, přečíst, číst
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelesen, lesen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ekstemporere, lease, læse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dictar, leer, recorrer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouquiner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leggere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstemporere, lese
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вычитать, прочитывать, читать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läsa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lexoj
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lugema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lukea
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elolvas, elolvasni, olvasni, végigolvasni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skaityti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ler, rezar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
brati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
декламуйте, прочитаний, прочитані, прочитати, тлумачити, читати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czytać, przegrana

Σχετικές λέξεις

διαβάζω περιοδικό, διαβάζω συνώνυμα, διαβάζω 1, διαβάζω παιδικά βιβλία on line, διαβάζω βιβλία on line, διαβάζω παραμύθια, διαβάζω το φλιτζάνι, διαβάζω 3, διαβάζω 4, διαβάζω ελληνικά