lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαβρώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
erode
διαβρώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
erodovat, narušit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausbeißen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tære
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corroer, morder
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corroder, éroder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrodere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etse, tære
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выгрызать, выесть
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выгрызаць
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corroer
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wygryzać, wyżreć

Σχετικές λέξεις

διαβρώνω ετυμολογία, διαβρώνω συνώνυμα