lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διακόπτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
armhole, breaker, cut-out, switch, trip
διακόπτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přerušovač, spínač, vypínač
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschalter, schalter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cortacorriente, interruptor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disjoncteur, interrupteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interruttore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bryter, brytere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выключатель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avbrytare, brytare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выключальнік
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kapcsoló, kikapcsoló
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interruptor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимикач
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wyłącznik

Σχετικές λέξεις

διακόπτης διαρροής έντασης, διακόπτης φορτίου, διακόπτης ροής, διακόπτης τριών θέσεων, διακόπτης ρολών, διακόπτης διαρροής, διακόπτης κομμυτατέρ, διακόπτης dimmer, διακόπτης κομιτατέρ, διακόπτης διαφυγής έντασης με αυτόματη επαναφορά