lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διαπραγμάτευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disposition, negotiation, prognosis, retailing, sale
διαπραγμάτευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odbyt, prodej, prognóza, předpověď, vyjednávání, výprodej
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prognose, verkauf, vertrieb
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forhandling, omsætning, salg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aliciente, negociación, pronóstico, venta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aliénation, débit, défaite, liquidation, lunetterie, mévente, négociation, pour-compte, pronostic, survente, vente
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cessione, liquidazione, negoziato, prognosi, smercio, spaccio, trattativa, vendita
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekspedering, forhandling, omsetning, salg
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переговоры, продажа
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svalg
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прогноза
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
продаж
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
müük
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
menekki, myynti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prodaja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
darusítás, eladás, árusítás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
derybos, pardavimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feria, venda, venta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
диспозиція, збут, збутовий, маркетинг, натура, продаж, розміщення, розпорядження, розпродаж, розташування, схильність, усвідомлення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rokowanie, sprzedaż

Σχετικές λέξεις

διαπραγμάτευση συνώνυμο, διαπραγμάτευση ορισμόσ, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση λεξικό, διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση στεγαστικού δανείου, διαπραγμάτευση συνώνυμα, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό