lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διασφαλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascertain, assert, asseverate, assure, blind, guarantee, hedge, indemnify, preserve, provide, reassure, secure, warrant
διασφαλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jistit, pojistit, ubezpečit, ujišťovat, upevnit, zabezpečit, zajistit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versichern, versprechen, zusichern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forsikre, sikre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afirmar, asegurar, asegurarse, aseverar, proporcionar, proteger
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assurer, nantir, protester, prémunir, rassurer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assicurare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forvisseseg, laga, sikre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заверить, застраховать, уверить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försäkra, förvissa, laga, säkerhet, säkra
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
siguroj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опазвам
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taata, vakuuttaa, varmistaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
biztosít
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afirmar, confirmar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
asigura
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
upewnić, zabezpieczyć, zapewnić

Σχετικές λέξεις

διασφαλίζω στα αγγλικά, διασφαλίζω συνώνυμο, διασφαλίζω εξασφαλίζω, διασφαλίζω translation, διασφαλίζω μετάφραση, διασφαλίζω λεξικό, διασφαλίζω ορισμός