lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διεκδίκηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arrogation, beef, claim, demand, pretence, pretension
διεκδίκηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domýšlivost, nárok, požadavek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anforderung, anmaßung, anspruch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fordring, krav
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretensión, queja, resentimiento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prétention, revendication
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esigenza, pretesa, rivendicazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordring, krav, reklamasjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нарекание, претензия, притязание, требование
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anspråk, pretention
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërkesë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прэтэнзія
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaatimus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
igény, követelés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reivindicação
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відмовка, обман, позов, претензія, привід, рекламація
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pretensja, roszczenie

Σχετικές λέξεις

διεκδίκηση αμοιβής μηχανικού, διεκδίκηση δεδουλευμένων μισθών, διεκδίκηση δεδουλευμένων, διεκδίκηση νόμιμης μοίρας, διεκδίκηση english, διεκδίκηση κοινοχρήστων, διεκδίκηση γυναίκας, διεκδίκηση ενοικίων, διεκδίκηση γερμανικών αποζημιώσεων, διεκδίκηση επιμέλειας τέκνου