lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δικαιοδοσία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bench, courts, judicature, judiciary, jurisdiction, justice
δικαιοδοσία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
soudnictví
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerichtsbarkeit, jurisdiktion, justiz
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurisdicción
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
judicature, juridiction, magistrature
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurisdizione, giustizia, magistratura
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jurisdiksjon, rettsvesen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подсудность, правосудие, судопроизводство, юрисдикция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rättsväsen
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юрисдикция
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
правасуддзе
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudenkäyttö, tuomiovalta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
igazságszolgáltatás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jurisdicional, jurisdição
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знання, правосуддя, справедливість, юрисдикція, юстиція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jurysdykcja, sądownictwo

Σχετικές λέξεις

δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία κυπριακών δικαστηρίων, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ναυτοδικείου, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία ετυμολογία, δικαιοδοσία δικαστηρίων