lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δικαστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adjudicator, arbiter, arbitrate, arbitrator, judge, juror, justice, referee, umpire
δικαστής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
posuzovatel, rozhodčí, soudce, znalec
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
richter, schiedsrichter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dommer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arbitro, juez, árbitro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arbitre, bailli, cadi, juge, jugeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arbitro, giudice, magistrato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судья
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, domer
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjykatës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, съдия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
суддзя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kohtunik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erotuomari, tuomari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bíró
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
teisėjas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
juiz, magistrado, árbitro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
arbitru
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
sodnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sudca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
правосуддя, справедливість, суддя, юстиція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sędzia

Σχετικές λέξεις

δικαστής gr, δικαστής αποστολάκης, δικαστής ντρεντ, δικαστής κλίση, δικαστής βίαζε το παιδί του, δικαστής τι, δικαστής γρεβενών κα μαρία μαργαρίτη, δικαστής σε κόλπο με πλαστή διαθήκη, δικαστής άδεια ανατροφής, δικαστής δέρνει την ανήλικη κόρη του