διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτησ ετυμολογία, διπλωμάτης μισθός, επάγγελμα διπλωμάτης, σεφέρης διπλωμάτης, γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης
αρχαϊσμός αμερόληπτος δωρεά δεσμοφύλακας πόλη μονάδα δεκανέας συνασπισμός διάβρωση επωφελούμαι οριοθετώ ζεσταίνω παθολογία αρχηγός άρμα σταθερός υπόγειο φτωχός γελοιοποιώ καλοσύνη