lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δριμύτητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acerbity, acridity, acrimony, bile, bitter, bitterness, embitter, sourness, tartness
δριμύτητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hořkost, jízlivost, kousavost, kyselost, ostrost, příkrost, rozhořčenost, trpkost, zatrpklost, žluč
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bitterkeit, galle, herbheit, verbitterung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bitterhed, galde, galle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acerbidad, acrimonia, acritud, amargor, amargura, aspereza, hiel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absinthe, acerbe, acerbité, acrimonie, aigreur, amertume, bile, fiel, ressentiment, rudesse, verdeur, âcreté, âpreté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acerbità, amarezza, asprezza, bile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beskhet, bitterhet, galle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горечь, терпкость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beskhet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гарката, горыч, даўкасць, кіслата
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kibestumus, mõrudus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeruus, kirpeys, kitkeryys, sappi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žuč
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
epe, keserűség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acerbadas, amargor, amargura, baile, bílis, pena
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грубість, гіркота, суворість, терпкість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cierpkość, gorycz

Σχετικές λέξεις

δριμύτητα συνωνυμο, δριμύτητα συνωνυμα, δριμύτητα ορισμος