lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δρομέας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impeller, jogger, racer, rotor, runner
δρομέας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
běhoun, běžec, závodník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
läufer, renner
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corredor, rotor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carabe, coureur, curseur, rotor
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corridore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бегун, гонщик, ротор
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löpare, löper
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бягун
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trkač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
futó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corredor, rotor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бігун
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
biegacz, wirnik

Σχετικές λέξεις

δρομέας έπιπλα, δρομέας βαρώτσος, δρομέας γλυπτό, δρομέας καρέκλες, δρομέας geogebra, δρομέας αγαλμα, δρομέας τιμοκατάλογος