δόρυ πληθυντικός, δόρυ του έθνους, δόρυ mieszko, δόρυ στα αγγλικά, δόρυ αγγλικά, το δόρυ, αρχαίο δόρυ
διάγνωση δέκα συνοδεύω μούρο συμπύκνωση καλός τακούνι κονκάρδα ραντίζω γέφυρα φαινομενικά ενοχλώ φυλετικός ηθικολόγος αντιπροσωπεύω σήμα σχισμή χτυπώ πρόβλεψη οχιά