lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εδραίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amplification, consolidation, gain, intensification, reinforcement, thickening
εδραίωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
posila, vyztužení, zesílení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intensivieren, stärkung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fortalecimiento, refuerzo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affermissement, corroboration, raffermissement, renforcement, renfort, renforçage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rafforzamento, rinforzo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкрепление, укрепление, упрочнение, усиление
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прымацаванне, прымацоўванне, узмацненне, умацаванне, умацоўванне
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agravaria, fortificaria, refervo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затвердіння, збільшення, зміцнення, консолідація, покріплення, посилення, посилювання, підсилення, підсилювання, роздратування, ствердження, укріплення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wzmocnienie

Σχετικές λέξεις

εδραίωση συνωνυμο, εδραίωση θηλασμού, εδραίωση γαλουχίας, εδραίωση συνώνυμα, εδραίωση τησ ειρήνησ, εδραίωση αντωνυμο, εδραίωση λεξικο, εδραίωση δημοκρατίας, εδραίωση βικιλεξικο