lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εθελοντικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discretional, discretionary, gratuitous, impulsive, off-the-cuff, spontaneous, volitional, voluntary
εθελοντικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dobrovolný, samovolný, samočinný, spontánní, svobodný, volný, živelný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frei, freiwillig, freiwilligen, gütlich, spontan
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
frivillig, godvillig, spontan
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espontáneo, voluntario
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénévole, libre, spontané, volontaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spontaneo, volontario
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig, godvillig, spontan
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добровольно, добровольный, добровольческий, спонтанен, спонтанный, стихийный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivillig, spontan, valfri
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дабравольны, добраахвотны, спантанны, стыхійны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välitön
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrovoljan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akarati, önkéntes
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
savanoriškas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espontâneo, voluntário
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
benevol
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безвідплатний, безплатний, добровільний, мимовільний, непрошений, непідготовлений, самовільний, спонтанний, стихійний, факультативний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dobrowolny, ochotniczy, spontaniczny

Σχετικές λέξεις

εθελοντικός επαναπατρισμός, εθελοντικός καθαρισμός ακτών, εθελοντικός τουρισμός, εθελοντικός συνώνυμα