lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκδρομή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attack, bolt, excursion, jag, jaunt, outing, sally, sortie, spree, tour, trip, walk
εκδρομή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
exkurze, vtip, vycházka, vyjížďka, výlet, výstupek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abstecher, ausfall, ausflug, exkursion, partie, spritzcour, spritzfahrt, streife, tour, triole
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ekskursion, trippe, tur, turné, udflugt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excursión, gira, salida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
excursion, incursion, raid, saillie, sortie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
escursione, gita, sortita
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekskursjon, framstøt, tripp, tur, turné, utfall, utfart, utflukt, utflykt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вылазка, выпад, экскурсия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
framstöt, tripp, turné, utfall, utfart, utflykt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вылазка, выпад, выхадка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lõbureis, väljasõit
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huviretki, retki
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izlet, šetnja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kirándulás, kirándulócsoport
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ekskursija, iškyla, išvyka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exausto, excursão, gira
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výlet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вибух, виверження, вилазка, випад, екскурсія, лайка, поїздка, пікнік, інвектива
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wycieczka, wypad

Σχετικές λέξεις

εκδρομή κωνσταντινούπολη, εκδρομή χατζηγιάννης, εκδρομή αντ1, εκδρομή κοντά στην αθήνα, εκδρομή στην πάρνηθα, εκδρομή ρώμη, εκδρομή στίχοι, εκδρομή 25η μαρτίου, εκδρομή στο μάντσεστερ, εκδρομή στην ιταλία