lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκλέγω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choose, chose, cull, dial, elect, multiplex, pick, select
εκλέγω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přebírat, volit, vybrat, vybírat, zvolit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausersehen, auserwählen, ausheben, ausklauben, auswählen, herausnehmen, wählen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kåre, vælge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acotar, elegir, escoger, optar, seleccionar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acclamer, choisir, composer, opter, sélectionner, trier, élire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eleggere, optare, scegliere, selezionare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dra, kåre, velge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выбирать, избирать, отбирать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utvälja
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjedh
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выбіраць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valikoida, valita
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izabrati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
eljár, kiválasztani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escolher, esconder, nomear, optar, seleccionar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
alege
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виберіть, вибирати, вибрати, вибір, визбирувати, засвоювати, засвоїти, збирати, зібрати, зірвати, набирати, набрати, обирати, обрати, приймати, прийміть, прийняти, підбирати, підібрати, скупчувати, удочерити, усиновити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wybierać

Σχετικές λέξεις

εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω conjugation