lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενορία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commune, community, flock, municipality, parish
ενορία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
farnost, komuna, komunita, magistrát, obec, pospolitost, shoda, společenství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinde, gemeinsamkeit, gemeinschaft, kommune, pfarrbezirk, pfarre, pfarrgemeinde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bygd, herred, kommune, menighed, sogn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comuna, comunidad, feligresía, municipio, parroquia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communauté, commune, municipalité, paroisse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comune, parrocchia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bygd, herred, kommune, menighet, sogn, sokn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волость, гмина, муниципалитет, община, приход
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
församling, herres, kommun
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
община
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гміна
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunta, seurakunta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
općina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egyházközség, község, közösség, törvényhatóság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunidade, freguesia, paróquia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
община
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
gmina, parafia

Σχετικές λέξεις

ενορία 40 εκκλησιών θεσσαλονίκης, ενορία ι.ν.κοιμήσεως της θεοτόκου 40 εκκλησιών θεσσαλονίκης, ενορία αγίου νικολάου σκάλας πάτμου, ενορία ιερού ναού κοιμήσεως της θεοτόκου 40 εκκλησιών, ενορία αγίου ελευθερίου κερκύρας, ενορία εν δράσει, ενορία αγ. λουκά στο ηράκλειο αττικής, ενορία αποστόλου ανδρέα πλατύ, ενορία που ανήκω, ενορία της υπεραγίας θεοτόκου πράσινου λόφου ηρακλείου αττικής