lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξάρτηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
addiction, dependence, dependency
εξάρτηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
návyk, závislost
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adicción, dependencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoutumance, dépendance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dipendenza
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зависимость
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
залежнасць
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovisnost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
függőség
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
závislosť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відношення, залежність, колонія, кріпосництво, рабство, родич
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uzależnienie

Σχετικές λέξεις

εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση ορισμός, εξάρτηση από τζόγο, εξάρτηση συνώνυμο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση ετυμολογία, εξάρτηση από το αλκοόλ, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση από το internet, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια