lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξαίρεση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exception, excerpt, extract
εξαίρεση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
námitka, výjimka, výtah, výňatek, úryvek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausnahme, ausnahmefall, auszug
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
uddrag, undtagelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excepción, extracto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exception, extrait
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compendio, eccezione, estratto, stralcio, strappo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unntagelse, unntak, utdrag
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
извлечение, исключение, отрывок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
extrakt, undantag
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извлечение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выключэнне, вынятак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
erand, väljavõte
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ote, poikkeus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izuzetak, izvod
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kivétel
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
išimtis, ištrauka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excepciona, extracto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výnimka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виключення, виняток
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wyjątek

Σχετικές λέξεις

εξαίρεση από οαεε, εξαίρεση από διαθεσιμότητα, εξαίρεση συνώνυμο, εξαίρεση από κατεδάφιση, εξαίρεση οαεε, εξαίρεση από τον οαεε μόνο με πλήρη ασφάλιση στο ικα, εξαίρεση μάρτυρα, εξαίρεση από τον οαεε, εξαίρεση πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμό, εξαίρεση από εισφορές οαεε