lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξαναγκασμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coercion, compulsion, constraint, duress, must
εξαναγκασμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
donucení, donucování, nucení, nátlak, přinucení, stísněnost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwang
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tvang
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apremio, coacción, compulsión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
astreinte, co-action, coercition, contrainte, gêne, pression, sujétion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coercizione, costrizione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tvang
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
понуждение, принуждение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvang, tvång
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrim
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прымушэнне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakko, väkipakko
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kényszer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змушування, обмеження, примус, примушення, примушування, силування, тиск
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przymus

Σχετικές λέξεις

εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σημασια, ψυχολογικός εξαναγκασμός