lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξατμίζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defog, evaporate, leak, parry, retort, vaporize, volatilize
εξατμίζομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odpařit, odpařovat, odrazit, odvrátit, vypařit, vypařovat, vyprchat, zmizet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entweichen, verdampfen, verduften
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fordampe, fordufte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
evaporar, evaporarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désembuer, exhaler, parer, riposter, transpirer, vaporiser, volatiliser, évanouir, évaporer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaporare, vaporizzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avdunsta, avkoka, fordampe, fordufte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выпаривать, выпарить, испарить, испарять, отпарировать, парировать, улетучивать, улетучить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avdunsta, avkoka, avvärja
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выпарваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välttää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elpárolog
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
evaporar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випаровувати, випаровуватися, випаруйтеся, випарюватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odparować, odparowywać, ulatniać, wyparować