lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επίτηδες

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
advisedly, deliberately, designedly, intentionally, knowingly, presumably, purpose, purposefully, purposely
επίτηδες
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
naschvál, schválně, záměrně, úmyslně
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absichtlich, angebracht, eigens, geflissentlich, sinnvoll, vorsätzlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forsætligt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adrede, deliberadamente, intento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délibérément, exprès, intentionnellement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apposta, deliberatamente, proposito
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enkom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
намеренно, нарочно
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsiktligen, enkom
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нарочно
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkoituksella
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szándékosan
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrede, deliberadamente, intento
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zámerne, úmyselne
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
celowo, naumyślnie, rozmyślnie, umyślnie

Σχετικές λέξεις

επίτηδες συνώνυμο, επίτηδες συνώνυμα, εξεπίτηδες