lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιχείρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assumption, business, company, enterprise, establishment, undertaking
επιχείρηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domácnost, firma, podnik, provoz, zařízení, závod, ústav
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufnahme, betrieb, einrichtung, firma, haus, institution, niederlassung, unternehmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anstalt, etablere, forretningsaktivitet, institution, værk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empresa, establecimiento, institución
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entreprise, exploitation, firme, maison, établissement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
azienda, ditta, ente, impresa, stabilimento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etablere, foretak, forretningsaktivitet, verk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дело, занятие, предприятие, фирма
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
affär, företag, verksamhet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предприятие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дом
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
asutus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edesottamus, firma, hanke, laitos
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vállalat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
institucija, įstaiga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empresa, negocio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
instituţie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
podjetje
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антрепренерство, зайнятість, концерн, опрацювання, підприємливість, підприємство, розбудова, розвинення, розвиток, розгортання, справа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przedsiębiorstwo

Σχετικές λέξεις

επιχείρηση ζάχαρη, επιχείρηση απόλλων, επιχείρηση argo, επιχείρηση βαλκυρία, επιχείρηση αρετή, επιχείρηση κόκκινη προβιά, επιχείρηση μπαρμπαρόσα, επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων, επιχείρηση φάρμα, επιχείρηση κιμάς