lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εφευρίσκω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
concoct, contrive, create, devise, excogitate, fabricate, invent, revile, trump
εφευρίσκω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kout, nadávat, tvořit, vymyslet, vymýšlet, vynalézat, vynalézt, vytvořit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdenken, ausfindig, ausklügeln, erfinden, herausfinden, schelten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
opfinde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descubrir, forjar, fraguar, idear, imaginar, inventar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affabuler, controuver, déblatérer, enguirlander, forger, imaginer, inventer, pester, ravauder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
escogitare, ideare, inventare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выдумать, выдумывать, додумать, измыслить, изобретать, отыскать, отыскивать, придумать, придумывать, ругать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinna
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sajoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выдумляць, выдумліваць, лаяць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keksiä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izumiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kigondolni, kitalálni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forjar, fustigar, inventar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигадати, вигадувати, виготовити, виготовляти, видумувати, винайдіть, винайти, винаходити, виробіть, віяти, дмухати, дмухнути, дути, кузня, лаяти, нахил, обстріляйте, перила, побийте, подути, поруччя, підробити, підробляти, рейка, роман, романс, романтика, сварити, стусан, сфабрикувати, удар, фабрикувати, шпетити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wymyślać, wymyślić, wynajdować, wynaleźć

Σχετικές λέξεις

ευρίσκω κλίση, εφευρίσκω συνώνυμα, εφευρίσκω ρήμα, εφευρίσκω συνωνυμο