lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ηλεκτρικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
current, electric, electrical
ηλεκτρικός
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektrisch, elektrischer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elektrisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eléctrico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
circonvolution, pile, électrique, électrophone
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettrico, filo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektrisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
электрический
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektrisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähköinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elektromos, villamos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
elektrinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eléctrico
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електричний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
elektryczny

Σχετικές λέξεις

ηλεκτρικός θησέας, ηλεκτρικός λέβητας, ηλεκτρικός στάσεις, ηλεκτρικός θερμοσίφωνας, ηλεκτρικός κινητήρας, ηλεκτρικός φυσητήρας, ηλεκτρικός ωράριο, ηλεκτρικός στίφτης, ηλεκτρικός θησέας στίχοι, ηλεκτρικός λαμπτήρας