lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ηχηρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deafening, grand, loud, plangent, pompous, resonant, resounding, sonorous, stentorian, uproarious
ηχηρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
halasný, hlasitý, hlučný, sonorní, znělý, zvučný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geräuschvoll, klangvoll, laut, rauschend
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
høj, højrøstet, kraftig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alto, fuerte, ruidoso, sonoro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bruyant, fort, retentissant, sonore
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiassoso, forte, rumoroso, sonoro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høyrøstet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
громкий, громко, громогласен, громогласный, гулкий, звонкий, звучный, зычный, шумный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гучны, моцны, шырокі
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kovaääninen, äänekäs
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bučan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bongó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
garsus, skambus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alarido, alto, clamoroso, estrepitoso, forte, furte, ruidoso, sonoro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hlučný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
великий, голосний, гучний, повнозвучний, шумний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
donośny, huczny

Σχετικές λέξεις

ηχηρός συνώνυμα